- ροζέ
- ο, η, το, Ν(άκλ. επίθ.)1. ρόδινος, αυτός που έχει το χρώμα τού ρόδου, ροζ, τριανταφυλλής2. το ουδ. ως ουσ. το ροζέχαρακτηρισμός κρασιού με ρόδινο χρώμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βαντίμ, Ροζέ — (Roger Vadim, Παρίσι 1928 – Παρίσι 2000). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου σκηνοθέτη Ρότζερ Πλεμιάνικοφ. Πρώην θεατρικός ηθοποιός και δημοσιογράφος, ο Β. αποτέλεσε έναν από τους βασικούς άξονες του λεγόμενου μοντέρνου γαλλικού σινεμά των… … Dictionary of Greek
Λα Φρενέ, Ροζέ ντε- — (Roger de La Fresnaye, 1885 – 1925). Γάλλος ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στην ακαδημία Ζιλιάν, όπου διδάχτηκε κυρίως την αρμονία των χρωματικών συνδυασμών και τόνων. Τα πρώτα του έργα μαρτυρούν την επίδραση του Σεζάν και αργότερα των εκπροσώπων… … Dictionary of Greek
Γκαροντί, Ροζέ — (Roger Garaudy, Μασσαλία 1913 –). Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και πολιτικός. Δίδαξε φιλοσοφία σε διάφορα γαλλικά πανεπιστήμια. Συμμετείχε στην Αντίσταση και εντάχθηκε στο Κομουνιστικό Κόμμα Γαλλίας (ΚΚΓ), του οποίου υπήρξε βουλευτής (1945 58)… … Dictionary of Greek
Γκιγεμέν, Ροζέ — (Roger Guillemin, Ντιζόν 1924 –). Αμερικανός γιατρός και φυσιολόγος, γαλλικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Ντιζόν και της Λιόν, στη Γαλλία και φυσιολογία στο πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, στον Καναδά. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
Κουζινέ, Ροζέ — (Roger Cousinet, Αρκέιγ 1881 – Παρίσι 1973). Γάλλος παιδαγωγός. Διετέλεσε δάσκαλος και σχολικός επιθεωρητής κατά τα έτη 1910 44. Θεωρείται ένας από τους πιο λαμπρούς εκπροσώπους της ανακαινιστικής παιδαγωγικής κίνησης στη Γαλλία, χάρη στη… … Dictionary of Greek
Μιλλιέξ, Ροζέ — (Roger Milliex, Μασσαλία 1913 –). Γάλλος φιλόλογος, νεοελληνιστής και δημοσιογράφος, σύζυγος της Τατιάνας Γκρίτση Μιλλιέξ (βλ. λ.). Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Εξ αν Προβάνς και μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… … Dictionary of Greek
ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… … Dictionary of Greek